στενωνιανός

στενωνιανός
ο, Ν
φρ. «στενωνιανός πόρος»
ανατ. ο εκφορητικός ή σιαλοχόος πόρος τής παρωτίδας, τού κυριότερου σιαλογόνου αδένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Στένον, Νικόλαος — (Stenon, Stenonius και Stensen Niels). Δανός ανατόμος και γεωλόγος (1638 1686). Ασχολήθηκε με τη μελέτη των αδένων και των σχέσεών τους με το λυμφατικό σύστημα και ανακάλυψε τον εκφωνητικό πόρο της παρωτίδας (στενωνιανός πόρος) και τον μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”